- φιλογυμναστικος
- φιλογυμναστικόςφιλο-γυμναστικός3любящий гимнастику Plat., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φιλογυμναστικός — ή, όν, Α [φιλογυμναστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλογυμναστή ή στη φιλογυμναστία … Dictionary of Greek
φιλογυμναστικαί — φιλογυμναστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογυμναστική — φιλογυμναστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)